- οὐρητήρων
- οὐρητήρAër.masc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… … Dictionary of Greek
κελλίνη — Γλυκοζίτης που προέρχεται από τους σπόρους του αγριομάραθου, φυτού της οικογένειας των σκιαδοφόρων, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία άμμι το βισνάγιο. Παρασκευάζεται επίσης συνθετικά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική (κλάδος της ιατρικής … Dictionary of Greek
λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… … Dictionary of Greek
μεγαουρητήρας — ο ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως τού ενός ή και τών δύο ουρητήρων, που χαρακτηρίζεται από διεύρυνση τού οργάνου στο πλαίσιο και άλλων διαμαρτιών τού ουροποιητικού συστήματος ή λόγω νευρομυϊκής δυσκινησίας … Dictionary of Greek
οπισθουρητικός — ή, ό (Α ὀπισθουρητικός, ή, όν) νεοελλ. ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων αρχ. αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ουρητηροστομία — η ιατρ. αναστόμωση τού ενός ή και τών δύο ουρητήρων στο δέρμα ή στο έντερο … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek